- ενώδιον
- ἐνῴδιον, το (Α)βλ. ενώτιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἐνώδιον, που μαρτυρείται σε αττ. επιγρ., είναι υποκοριστικό και προήλθε πιθ. από τ. *ἐνοΐδιον (με επίδραση τού -ω- από τον τ. ώταπρβλ. ους) < *ενο(υσ)-ίδιον. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. αποτελεί προϊόν συγκοπής από τ. ενωτίδιον (υποκοριστικό τού τ. ενώτιον)].
Dictionary of Greek. 2013.